θεόκουφος

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο εντελώς κουφός
2. ο πολύ βαρήκοος.