θηκιάζω

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source

Greek Monolingual

θήκη
τοποθετώ πράγματα μέσα σε θήκη, σκεύος ή κιβώτιοθηκιάζω τα ρούχα»).