θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
-ή, -ό θηλάζω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θηλασμό, που τρέφεται με θηλασμό
2. ζωολ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.). τα θηλαστικά (ενν. ζώα)
ομοταξία σπονδυλοζώων τών οποίων τα νεογνά τρέφονται με γάλα που θηλάζουν από την μητέρα τους.