σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility
θολίδιον, τὸ (Α)επιγρ. μικρή θόλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θόλος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. γλυκίδιον, χοιρίδιον)].