θολίδιον

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source

Greek Monolingual

θολίδιον, τὸ (Α)
επιγρ. μικρή θόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θόλος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. γλυκίδιον, χοιρίδιον)].