θολικός
From LSJ
English (LSJ)
θολική, θολικόν, with a dome, στοά Suid. s.v. Δαμιανός.
German (Pape)
[Seite 1214] kuppelförmig, στοά Suid. v. Δαμιανός.
Greek (Liddell-Scott)
θολικός: -ή, -όν, ἔχων θόλον, στοὰ Σουΐδ. ἐν λ. Δαμιανός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ θολικός, -ή, -όν) θόλος
1. αυτός που έχει θόλο
2. αυτός που έχει σχήμα θόλου
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το θολικό
ο θόλος («τα θολικά τών εκκλησιών»).