θρακικός

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ θρακικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Θράκη ή προέρχεται από αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Θρᾷξ, -κός ή < Θρᾴκη.