θρασκίας

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source

Greek Monolingual

θρασκίας, ὁ (Α)
ο θρακίας, άνεμος που πνέει από τη Θράκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος και δυσερμήνευτος τ. του θρᾳκίας, χωρίς να είναι γνωστό ποιος είναι ο αρχικός].