θρεμματικός

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρεμματικός Medium diacritics: θρεμματικός Low diacritics: θρεμματικός Capitals: ΘΡΕΜΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thremmatikós Transliteration B: thremmatikos Transliteration C: thremmatikos Beta Code: qremmatiko/s

English (LSJ)

θρεμματική, θρεμματικόν, of or for cattledealing, ἐργασία Judeich Altertümer von Hierapolis 227b7.

Greek Monolingual

θρεμματικός, -ή, -όν (Α) θρέμμα
1. αυτός που φροντίζει για τα θρέμματα
2. φρ. «θρεμματική ἐργασία» — εταιρεία που φρόντιζε για τα παιδιά τών δούλων.