θυμάω

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source

Greek Monolingual

(λαϊκ. τ.) θυμίζω («να μού θυμάει τον πόλεμο», δημ. τραγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του θυμίζω].