θυμώ

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

(I)
θυμῶ, -όω (ΑΜ) θυμός
βλ. θυμώνω.
(II)
-άω θυμός
επαναφέρω στη μνήμη κάποιου, θυμίζω, υπενθυμίζω («σώπα και μη μού τή θυμάς», Κρυστ.).