Ἔρως ἀνίκατε μάχαν → O love, invincible in battle!
θυραυλῶ, -έω (Α) θύραυλος1. αυλίζομαι στο ύπαιθρο, ζω ή μένω στο ύπαιθρο2. ζω σε στρατόπεδο, σε στρατιωτικό καταυλισμό3. (για εραστές) περνώ τη νύχτα μπροστά στην πόρτα της ερωμένης.