θυραυλώ

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

θυραυλῶ, -έω (Α) θύραυλος
1. αυλίζομαι στο ύπαιθρο, ζω ή μένω στο ύπαιθρο
2. ζω σε στρατόπεδο, σε στρατιωτικό καταυλισμό
3. (για εραστές) περνώ τη νύχτα μπροστά στην πόρτα της ερωμένης.