θυραυλώ

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

θυραυλῶ, -έω (Α) θύραυλος
1. αυλίζομαι στο ύπαιθρο, ζω ή μένω στο ύπαιθρο
2. ζω σε στρατόπεδο, σε στρατιωτικό καταυλισμό
3. (για εραστές) περνώ τη νύχτα μπροστά στην πόρτα της ερωμένης.