θυρετρικός

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρετρικός Medium diacritics: θυρετρικός Low diacritics: θυρετρικός Capitals: ΘΥΡΕΤΡΙΚΟΣ
Transliteration A: thyretrikós Transliteration B: thyretrikos Transliteration C: thyretrikos Beta Code: quretriko/s

English (LSJ)

θυρετρική, θυρετρικόν, belonging to a door-frame, πῆγμα BCH1.82 (Chios).

Greek (Liddell-Scott)

θυρετρικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς θύρετρον, πῆγμα Ἐπιγρ. Χίου ἐν Bull. de corr. hell. I. σ. 82.

Greek Monolingual

θυρετρικός, -ή, -όν (Α) θύρετρον
αυτός που ανήκει σε θύρετρον.