περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law
ἰαμβίζω (Α, Μ ἰαμβόζω) ίαμβοςεπιτίθεμαι εναντίον κάποιου με ιάμβους, σατιρίζω, σκώπτω, κακολογώ («ἐν τῷ μέτρῳ τούτῳ ἰάμβιζον ἀλλήλους», Αριστοτ.)αρχ.μιλώ σε ιαμβικό μέτρο («παῡε..... ἰαμβίζων», Λουκιαν.).