ιαμβόπλοκος
From LSJ
Θνητοὶ γεγῶτες μὴ φρονεῖθ' ὑπὲρ θεούς → Supra deum ne sapito, mortalis satus → Als Menschenkinder denkt nicht über Götter nach
Greek Monolingual
ἰαμβόπλοκος, -ον (Μ)
αυτός που αποτελείται από ιάμβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + -πλοκος (< πλοκή), πρβλ. ετερόπλοκος, σιδηρόπλοκος].