ιαμβόπλοκος

Greek Monolingual

ἰαμβόπλοκος, -ον (Μ)
αυτός που αποτελείται από ιάμβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + -πλοκος (< πλοκή), πρβλ. ετερόπλοκος, σιδηρόπλοκος].