ιατροφιλόσοφος
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
Greek Monolingual
ο (Α ἰατροφιλόσοφος)
νεοελλ.
γιατρός που ασχολείται με τη φιλοσοφία και τα γράμματα
αρχ.
επιστήμονας γιατρός.