ιβιοπρόσωπος

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source

Greek Monolingual

ἰβιοπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει πρόσωπο ίβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίβις, -ιος + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. απρόσωπος.