ιδεογραφία

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source

Greek Monolingual

η
είδος γραφής που χρησιμοποιεί ιδεογράμματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ideography < ideo- (πρβλ. ιδέα «εικόνα») + -graphy (πρβλ. -γραφια < -γραφος < γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως].