ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
-ή, -ό (ΑΜ ἰδικός, -ή, -όν)
δικός, αυτός που ανήκει σε κάποιον.
επίρρ...
ἰδικῶς (Α)
ξεχωριστά, ιδιαιτέρως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την κοινή σημ. «δικός» < ίδιος + -(ι)κος
από το επίθ. ιδικός προέρχεται ο νεοελλ. τ. δικός].