ιδρώεις

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source

Greek Monolingual

ἱδρώεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που έχει ιδρώτα
2. αυτός που προκαλεί ιδρώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ιδρω- (του ιδρώς, -ώτος) + -εις (πρβλ. ευρώεις)].