ιεράρχηση

From LSJ

ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head

Source

Greek Monolingual

ιεραρχώ
η κατάταξη διαφόρων καταστάσεων, φαινομένων και αξιών με βάση τη σπουδαιότητα τους ή με άλλο κριτήριο.