ιεροθυσία

From LSJ

ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις ηὐτύχηται → the enemies have had success enough

Source

Greek Monolingual

ἱεροθυσία, δωρ. τ. ἱαροθυσία, ἡ (Α)
η ιερή θυσία.