ικμαίνω

From LSJ

κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

ἰκμαίνω (Α) ικμάς
1. υγραίνω, νοτίζω, βρέχω
2. φρ. «δέμας ἰκμαίνομαι» — υγραίνω το σώμα, αλείφω το σώμα με κάποιο αρωματικό λάδι.