ικμαίνω

From LSJ

Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit

Menander, Monostichoi, 433

Greek Monolingual

ἰκμαίνω (Α) ικμάς
1. υγραίνω, νοτίζω, βρέχω
2. φρ. «δέμας ἰκμαίνομαι» — υγραίνω το σώμα, αλείφω το σώμα με κάποιο αρωματικό λάδι.