ιλυόλουτρο
From LSJ
Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ᾽ ἥτις ἀνδρός ἐσθ᾽ ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all
Greek Monolingual
το
λουτρό μέσα σε ιλύ ιαματικών πηγών, λασπόλουτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλύς, -ύος + λουτρό. Η λ. στον πληθ. ἰλυόλουτρα μαρτυρείται από το 1865 στον Σπ. Κοντολέοντα].