ιλυόλουτρο

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ᾽ ἥτις ἀνδρός ἐσθ᾽ ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737

Greek Monolingual

το
λουτρό μέσα σε ιλύ ιαματικών πηγών, λασπόλουτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλύς, -ύος + λουτρό. Η λ. στον πληθ. ἰλυόλουτρα μαρτυρείται από το 1865 στον Σπ. Κοντολέοντα].