ιμαντάριον

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἱμαντάριον, τὸ (Α)
μικρός ιμάντας, λουράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδ-άριον, ωάριον)].