ινσουλίνη

From LSJ

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source

Greek Monolingual

η
(βιοχ.) παγκρεατική ορμόνη που υπεισέρχεται στον μεταβολισμό τών γλυκιδίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. insulin < λατ. insula «νησί»].