ιπποδίνητος

From LSJ

καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice

Source

Greek Monolingual

ἱπποδίνητος, -ον (Α)
(για αρματηλάτη) αυτός που δονείται από τους ίππους στην αρματηλασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -δίνητος (< δινῶ < δίνη), πρβλ. οιστροδίνητος, σφονδυλοδίνητος].