μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon
ἱπποπόλος, -ον (Α)(για τους Θράκες) αυτός που ασχολείται με τους ίππους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -πόλος (< πέλω/-ομαι), πρβλ. αιπόλος, θειοπόλος.