ἰσικιάριος

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσῐκιάριος Medium diacritics: ἰσικιάριος Low diacritics: ισικιάριος Capitals: ΙΣΙΚΙΑΡΙΟΣ
Transliteration A: isikiários Transliteration B: isikiarios Transliteration C: isikiarios Beta Code: i)sikia/rios

English (LSJ)

[ῑς], ὁ, sausage-maker, PStrassb.46 (vi A.D.).

Greek Monolingual

ἰσικιάριος, ὁ (Α) ισίκιον
πάπ. αυτός που κατασκεύαζε ισίκια, φαγητά από λεπτοκομμένο κρέας.