ισομέτωπος

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source

Greek Monolingual

ἰσομέτωπος, -ον (Α)
(για παράταξη μάχης) αυτός που έχει ίσο μέτωπο, ίσο μήκος μετώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) + μέτωπον.