ιστολυτικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
ιατρ. αυτός που προκαλεί ιστόλυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. histolytique < histo- (πρβλ. ἱστός) + -lyt-ique (πρβλ. -λυτ-ικός < λύσις / λύω)].