ιστόλυση
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
Greek Monolingual
και ιστολυσία, η
η αποσύνθεση και καταστροφή τών ζώντων ιστών που παρατηρείται κατά τη μεταμόρφωση τών εντόμων ή σε πολλές παθολογικές καταστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. histolyse < histo- (πρβλ. ίστός) + -lyse (πρβλ. λύση)].