ισχέθυρον

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

ἰσχέθυρον, τὸ (Α)
το πλαίσιο παραθύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχε-, τ., στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω» (πρβλ. εχε-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. ἔχω) + -θυρον (< θύρα), πρβλ. παρά-θυρον, υπέρ-θυρον].