ισχαδοφάγος
From LSJ
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
ἰσχαδοφάγος, -ον (Α)
αυτός που τρώει ξηρά σύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, -άδος + -φάγος (< θ. φαγ- του ρ. ἐσθίω, πρβλ. αόρ. β' ἔ-φαγ-ον), πρβλ. σαρκο-φάγος φυτο-φάγος.