τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion
ἰσχιάς, -άδος, ἡ (Α) ισχίο1. νευραλγία του ισχιακού νεύρου, ισχιαλγία2. είδος αγκαθιού, λευκάκανθα.