τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
ἰσχιάς, -άδος, ἡ (Α) ισχίο1. νευραλγία του ισχιακού νεύρου, ισχιαλγία2. είδος αγκαθιού, λευκάκανθα.