ἰσχιάς

From LSJ

συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχῐάς Medium diacritics: ἰσχιάς Low diacritics: ισχιάς Capitals: ΙΣΧΙΑΣ
Transliteration A: ischiás Transliteration B: ischias Transliteration C: ischias Beta Code: i)sxia/s

English (LSJ)

(sc. νόσος), άδος, ἡ,
A hip-disease, Hp.Aph.6.59,60.
2 sciatica, ib.3.22 (pl.), Id.Aër. 22 (pl.), Thphr. HP 9.13.6 (pl.); ἰ. χρονία Dsc.1.10.
II = λευκάκανθα, Id.3.19, cf. Gal.12.58.

German (Pape)

[Seite 1272] άδος, ἡ, die Hüften betreffend, bes. sc. νόσος, Hüftschmerzen, Lendengicht, Hippocr. u. a. Medic.

Russian (Dvoretsky)

ἰσχιάς: άδος ἡ ἰσχίον (sc. νόσος) исхиада или исхиас (неправильно ишиас), болезнь или воспаление седалищного нерва Plin.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχιάς: (ἐξυπακουομ. τοῦ νόσος), άδος, ἡ, πάθος τοῦ ἰσχίου μετ’ ὀδύνης εἰς τὴν πρόσφυσιν αὐτοῦ καὶ εἰς τὸ πυγαῖον ἄκρον καὶ εἰς τὸν γλουτόν, Ἱππ. Ἀφ. 1248, π. Ἀέρ 293. ΙΙ. εἶδος ἀκάνθης, Γαλην.

Greek Monolingual

ἰσχιάς, -άδος, ἡ (Α) ισχίο
1. νευραλγία του ισχιακού νεύρου, ισχιαλγία
2. είδος αγκαθιού, λευκάκανθα.