ισχνώ

From LSJ

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source

Greek Monolingual

ἰσχνῶ, -όω
(Α) ισχνός
κάνω κάτι ξηρό, ξηραίνω.