ισχυροθώραξ

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

ἰσχυροθώραξ, -ακος, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει ισχυρό, στερεό θώρακα.