ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
ἰσχυροθώραξ, -ακος, ό, ἡ (Α)αυτός που έχει ισχυρό, στερεό θώρακα.