τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst
ἰσχυροπλήκτης, ὁ (Α)αυτός που πλήττει ισχυρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + πλήκτης (< πλήσσω / πλήττω)].