ισχυροπλήκτης

From LSJ

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source

Greek Monolingual

ἰσχυροπλήκτης, ὁ (Α)
αυτός που πλήττει ισχυρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + πλήκτης (< πλήσσω / πλήττω)].