ισόβαθμος
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
Greek Monolingual
-η, -ό
ισοβάθμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + βαθμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κων/νο Κούμα].
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
-η, -ό
ισοβάθμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + βαθμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κων/νο Κούμα].