ισόβαθμος

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source

Greek Monolingual

-η, -ό
ισοβάθμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + βαθμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κων/νο Κούμα].