ισόποσος

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰσόποσος, -ον)
ίσος σε ποσότητα με κάποιον άλλο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ισόποσο
το ίσο ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ποσόν].