ιυκτής

From LSJ

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107

Greek Monolingual

ἰυκτής και ποιητ. τ. ἰυκτά, ὁ (Α) ιύζω
1. αυτός που φωνάζει ή κραυγάζει
2. αοιδός, ψάλτης, αυλητής.