ιώτα

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source

Greek Monolingual

και γιώτα, το (Α ἰῶτα, τὸ)
άκλ. το δέκατο γράμμα του ελλ. αλφαβήτου (ι, Ι)
αρχ.
1. (σε παροιμ. έκφρ.) για πολύ μικρό πράγμα, το πιο μικρό γράμμαἰῶτα ἕν... οὐ μὴ παρέλθη», ΚΔ)
2. πάπ. γραμμή ηλιακού ωρολογίου
3. σύμβολο του ονόματος Ιησούς, επειδή είναι το αρχικό γράμμα του και επειδή με το ευθύ σχήμα του συμβολίζει την ευθύτητα του Ιησού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. εγκυκλ. λ. Ι, ιώτα].