γιώτα

From LSJ

τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable

Source

Greek Monolingual

το
1. το ένατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου (ι, Ι)
2. φρ. «δεν αλλάζω ούτε ένα γιώτα» — δεν αλλάζω ούτε το παραμικρό από όσα είπα ή έγραψα.
[ΕΤΥΜΟΛ. γιώτα < ιώτα, με ανάπτυξη j από τη συνίζηση του συμπλέγματος io - (πρβλ. ιατρός -γιατρός)].