κάτοξος

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάτοξος Medium diacritics: κάτοξος Low diacritics: κάτοξος Capitals: ΚΑΤΟΞΟΣ
Transliteration A: kátoxos Transliteration B: katoxos Transliteration C: katoksos Beta Code: ka/tocos

English (LSJ)

κάτοξον, drenched with vinegar, over-sour, Posidipp.1.7.

German (Pape)

[Seite 1404] sehr sauer, durch Essig versäuert, Posidipp. bei Ath. XIV, 662 a.

Greek (Liddell-Scott)

κάτοξος: -ον, πλήρης ὄξους, καθ’ ὑπερβολήν, Ποσείδιππ. ἐν «Ἀναβλ.» 1. 7, πρβλ. κάθαλος, κατάγλωσσος, κατάδενδρος.

Greek Monolingual

κάτοξος, -ον (Α)
αυτός που περιέχει πολύ ξίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὄξος «ξίδι»].