κέικ
From LSJ
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
το
είδος γλυκίσματος που παρασκευάζεται με διαφόρους τρόπους και συνδυασμούς, κυρίως με αλεύρι, βούτυρο και αβγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. cake].