καθίδρυση
From LSJ
Greek Monolingual
η (Α καθίδρυση) καθιδρύω
εγκατάσταση, τοποθέτηση, εγκαθίδρυση
αρχ.
1. ενθρόνιση αυτοκράτορα
2. πάπ. εγκαίνια θεμελίωσης.
η (Α καθίδρυση) καθιδρύω
εγκατάσταση, τοποθέτηση, εγκαθίδρυση
αρχ.
1. ενθρόνιση αυτοκράτορα
2. πάπ. εγκαίνια θεμελίωσης.