καθίδρυση
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
Greek Monolingual
η (Α καθίδρυση) καθιδρύω
εγκατάσταση, τοποθέτηση, εγκαθίδρυση
αρχ.
1. ενθρόνιση αυτοκράτορα
2. πάπ. εγκαίνια θεμελίωσης.