καθαρότευκτος

From LSJ

Greek (Liddell-Scott)

καθαρότευκτος: -ον, καθαρῶς κατασκευασμένος, Ἰω. Δαμασκ. τ. 2, σ. 854C.

Greek Monolingual

καθαρότευκτος, -ον (Μ)
κατασκευασμένος άμεμπτα, με τελειότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. νεότευκτος, ποικιλότευκτος].