καθεῖμαι

From LSJ

Ζήτει συναγαγεῖν ἐκ δικαίων τὸν βίον → Vitam ex honestis tibi para negotiis → Erwirb dir nur gerechten Lebensunterhalt

Menander, Monostichoi, 196

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. de καθίημι.

Greek Monotonic

καθεῖμαι: Παθ. παρακ. του καθίημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-εῖμαι perf. med. van καθίημι.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθεῖμαι: pf. pass. к καθίημι.