Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
-ή, -ό καθίζω
1. καθήμενος, καθισμένος, αυτός που κάθεται
2. (για πάσσαλο, δοκάρι κ.λπ.) ο μπηγμένος κάπου κάθετα.