καινοπαθώ

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

καινοπαθῶ, -έω (Α) καινοπαθής
παθαίνω νέα, ανήκουστα και φοβερά πράγματα.