καινοπαθώ
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
Greek Monolingual
καινοπαθῶ, -έω (Α) καινοπαθής
παθαίνω νέα, ανήκουστα και φοβερά πράγματα.
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
καινοπαθῶ, -έω (Α) καινοπαθής
παθαίνω νέα, ανήκουστα και φοβερά πράγματα.